- τραχώματος
- τράχωμαtrachomaneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάννος — ο / πάννος ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. παθολογικό αγγειακό δίκτυο που αναπτύσσεται στην επιπολής στιβάδα τού κερατοειδούς τού οφθαλμού και το οποίο αποτελεί ένα από τα κυριότερα σημεία τού τραχώματος 2. φρ. «αρθρικός πάννος» ιατρ. κοκκιωματώδης ιστός που … Dictionary of Greek
τραχωματικός — ή, ό / τραχωματικός, ή, όν, ΝΑ [τράχωμα, ατος (Ι)] 1. αυτός που αναφέρεται στο τράχωμα, την πάθηση τών οφθαλμών 2. αυτός που προορίζεται για τη θεραπεία τού τραχώματος 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο τραχωματικός, η τραχωματική αυτός που… … Dictionary of Greek
τύλωση — η / τύλωσις, υλώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια τού τυλώνω, η σκλήρυνση τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας, ανάπτυξη τύλων νεοελλ. 1. ιατρ. προχωρημένη μορφή βλεφαραδενίτιδας 2. στον πληθ. οι τυλώσεις βοτ. κυστοειδή σώματα που δημιουργούνται στο… … Dictionary of Greek
χλωρομυκητίνη — Αντιμικροβιακή ουσία (αντιβιοτικό), που αποτελεί προϊόν της δραστηριότητας μικροοργανισμού, γνωστού με την επιστημονική λατινική ονομασία streptomyces veneruelae. Η χ. αποτελείται από άχρωμους κρύσταλλους με πικρή γεύση και δυσδιάλυτους στο νερό … Dictionary of Greek